ῥητόν — ῥητός stated masc acc sg ῥητός stated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ERETUM — opp. Sabinorum non procul a Tyberi in colle fitum. Monte Rotondo Volaterrano. Eius meminit Virg. Aen. l. 7. v. 711. Ereti manus omnis oliviferaeque Mutuscae. Dictum hoc opp. ὐπὸ τῆς Η῞ρας a Iunone, quae ibi culta, Serv. scribit. Et Solin. c. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
πολυάρητον — πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for masc/fem acc sg πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρητον — ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 3rd dual ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρητον — ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal masc/fem acc sg ὁλοσφύ̱ρητον , ὁλοσφύρητος made of solid beaten metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρητον — ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 3rd dual ἄ̱ρητον , αἴρω attach aor subj act 2nd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dicta — (lat., Mehrzahl von Dictum [s.d.], 1) Sprüche, so: Dicta septem sapientum, die Sprüche der Sieben Weisen, s.d.; 2) (Dogm.), Bibelsprüche; man unterscheidet: a) D. classĭca, Bibelstellen, die einen Satz deutlich u. ausführlich behandeln; b) D.… … Pierer's Universal-Lexikon
αργύριο — και ον, το (AM ἀργύριον) [άργυρος] πληθ. 1. χρήματα 2. τα χρήματα που πήρε ο Ιούδας 3. ο άργυρος ως μέταλλο αρχ. 1. μικρό νόμισμα, κέρμα 2. τα χρήματα, τα μετρητά 3. φρ. «ἀργύριον ῥητόν» ορισμένο χρηματικό ποσό … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… … Dictionary of Greek